- καθολικός
- -ή, -ό (AM καθολικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.)2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» — οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς μια κοινότητα ή προς ένα ορισμένο άτομο, αλλά προς περισσότερους αποδέκτες ή και προς όλον τον χριστιανικό κόσμονεοελλ.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο καθολικός, η καθολικήαυτός που στο θρήσκευμα ακολουθεί τα δόγματα τής ρωμαϊκής εκκλησίας, αλλ. ρωμαιοκαθολικός, παπικός2. το ουδ. ως ουσ. το καθολικόα) εμπορικό βιβλίο, κατάστιχο, στο οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι λογαριασμοί μιας επιχείρησηςβ) ο κυρίως ναός τών χριστιανών, δηλ. ο χώρος μεταξύ τού ιερού και τού νάρθηκα, όπου παραμένουν οι εκκλησιαζόμενοι3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (φιλοσ.) τα καθολικάκαθολικές, γενικές έννοιες, που εκφράζουν την κοινή ουσία η οποία υπάρχει σε πολλά επιμέρους αντικείμενα, π.χ. άνθος, βιβλίο, ζώο, άνθρωπος3. το αρσ. ως ουσ. ο καθολικόςανώτατος θρησκευτικός αρχηγός τών Αρμενίων4. φρ. «Καθολική Μεγαλειότης» — τίτλος που απένεμαν στον εαυτό τους μερικοί βασιλείς τής Ισπανίαςνεοελλ.-μσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυτική, ρωμαϊκή εκκλησία, στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, φράγκικος («καθολικός ιερέας»)μσν.1. αυτός που έχει όλες τις εξουσίες2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση3. κύριος, κεντρικός, σημαντικός, βασικός, ουσιώδης4. τέλειος, ολοκληρωτικός, πλήρης5. γνήσιος, πραγματικός, αληθινός6. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθολικήη πρώτη εκκλησία, η αρχιεπισκοπή7. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθολικόνα) η πρώτη, η βασική εκκλησία ενός μοναστηριακού συγκροτήματοςβ) χαρακτηριστικό8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθολικάοι πέντε αισθήσεις9. φρ. «μέση καθολική» — γενική συγκέντρωσηαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ καθολικόςοικονομικός υπάλληλος στην ελλ. Αίγυπτο, ελεγκτής, με έργο τη διαχείριση τών κρατικών γαιών2. φρ. α) «ἡ καθολικὴ εκκλησία» — η παγκόσμια εκκλησία (Κύριλλ.)β) «καθολικῷ λόγῳ», για να μιλήσουμε γενικά.επίρρ...καθολικὼς και -ά (AM καθολικῶς, Μ και καθολικὰ)σε γενικὲς γραμμὲς, γενικὰνεοελλ.-μσν.εντελὼς, καθ' ολοκληρίαν, ολοκληρωτικὰμσν.1. παντοὺ, γενικὰ2. συνολικὰ3. μτφ. σίγουρα, με βεβαιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὁλικὸς (< ὅλος). Το επίθ. χαρακτήριζε την πρωτοχριστιανική εκκλησία (πρβλ. «Εις μίαν αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» από το Σύμβολο τής Πίστεως) και δήλωνε την εν Χριστώ πληρότητά της. Μετά το σχίσμα παρέμεινε ως χαρακτηρισμός τής δυτικής εκκλησίας, ενώ για την ανατολική επικράτησε ο χαρακτηρισμός ορθόδοξη. Έτσι, καθολικός κατέληξε να δηλώνει τον ανήκοντα στη δυτική εκκλησία, τον παπικό].
Dictionary of Greek. 2013.